δαιμονοπληξία

δαιμονοπληξία
η (AM δαιμονοπληξία) [δαιμονόπληκτος]
η κατάσταση τού δαιμονόπληκτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαιμονοπληξίας — δαιμονοπληξίᾱς , δαιμονοπληξία fem acc pl δαιμονοπληξίᾱς , δαιμονοπληξία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”